ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΟΥ
Σάββατο 29 Αυγούστου 2009
Αν η Κλεονίκη Υπήρχε
Τρίτη 18 Αυγούστου 2009
Σημείωμα
Ο κύριος αντίπαλος του Καίσαρα, δεν ήταν ούτε οι Γαλάτες, ούτε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, τους οποίους κατάσφαξε, κατά την επιστροφή του στη Ρώμη και την αυτοανάδειξή του σε δικτάτορα. Επειδή ο Βρούτος μεγαλωμένος στην Δημοκρατική –αν και κατακτημένη από τους Ρωμαίους- Αθήνα, ονειρευόταν την επιστροφή της Συγκλήτου, και των Δημοκρατικών αξιών, και γι’ αυτό τον δολοφόνησε (πιθανότατα με gladion και όχι με σπαθί), σε ηλικία 56 ετών, λίγο πριν ο Ιούλιος Κάισαρας στραφεί ενάντια στους Πάρθους, τους συνεχιστές της παράδοσης των Περσών και κατοπινών οικιστών των περιοχών στις οποίες εκείνοι είχαν δράσει οι αντίπαλοι του Αλεξάνδρου Δ΄…Οποία ομοιότητα, στις επεκτατικές βλέψεις του…
Ο βασικός του αντίπαλος λοιπόν, ήταν ο Μακεδόνας Βασιλιάς Αλέξανδρος, ο επονομαζόμενος Μέγας. Αυτός που έφτασε ως τον Ινδό ποταμό, και κατέκτησε τον μισό γνωστό κόσμο, και ανακάλυψε ακόμα περισσότερες νέες γαίες. Αν ο Αλέξανδρος δε σταματούσε στον Γάγγη, και συνέχιζε να προχωρά ανατολικά προς τις στέπες της Ασίας και συναντούσε κάποτε τον Κινεζικό πολιτισμό, θα είχε αποχτήσει άραγε αυτή τη φήμη, ή θα χανόταν άδοξα, και η γενικότερη απορία θα συνόδευε τις αναφορές για κάποιον Βασιλιά που χάθηκε στην άκρη του Μυθικού Ωκεανού, και τελικά συνάντησε το ...Δημιουργό του (όπως αναρωτιούνται κάποιοι Δυτικοί μελετητές); Αλλά ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα, πιθανότατα από τύφο ή ελονοσία, ή δηλητηρίαση, και η αυτοκρατορία του, κατακερματίστηκε και ενσωματώθηκε σε άλλους λαούς, αλλά ο μύθος του δεν έσβησε ποτέ.
Αυτόν το μύθο αντιμαχόταν ο Ιούλιος Καίσαρας, και πολλοί λένε, ότι η εκστρατεία κατά των Γραικογάλλων και των Πάρθων που σχεδίαζε, ήταν απλώς ένα πρόσχημα, μία αφορμή για πόλεμο, όπως το μίσος του Αλεξάνδρου προς τους Μήδους, που εισέβαλαν στην πατρίδα του και κατέστρεψαν ονομαστά μνημεία και ναούς, και ανάμεσά τους την Ακρόπολη. Αλλά ο Αλέξανδρος έφερε αποτέλεσμα εναντίον τους, και ο Περσικός κίνδυνος αποσοβήθηκε και ο πολιτισμός των Μήδων δεν ανέκαμψε ποτέ. Τα ερείπια των Πασαργάδων (Περσέπολης) στέκουν ακόμα στην ίδια θέση, θλιβερό απομεινάρι της παλιάς δόξας τους, και πολλές είναι οι διαφορετικές εκδοχές για την άδοξη αυτή κατάληξη της έδρας των Περσών Βασιλέων.
Και ο Αλέξανδρος βεβαίως, θαύμαζε κι αυτός, κάποιον άλλο, και τον είχε ως πρότυπό του. Αυτός ήταν ο Αχιλλέας, πατέρας κατά τον μύθο του Νεοπτόλεμου, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου. Και η Ολυμπιάδα, η μητέρα του, καταγόταν από αυτόν τον Βασιλικό Οίκο, και άρα μπορούσε να θεωρεί, αφού σε πολλούς λαούς η καταγωγή έχει μεγαλύτερο βάρος από την πλευρά της μάνας, ότι καταγόταν από τον ίδιο τον Πύρρο…Το αγαπημένο του ανάγνωσμα ήταν η Ιλιάδα -κατά τον «κουτσομπόλη» Πλούταρχο-, και πολλοί θεωρούν, όπως π.χ. ο Καλλισθένης και ο Νέαρχος, και πιθανότατα και ο Αρριανός, 400 χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (βασισμένος στο ημερολόγιο ταξιδιού του Κρητικού Ναυάρχου του Αλεξάνδρου καθώς και στα Βασιλικά ημερολόγια, ότι ο Αλέξανδρος κατείχε τη πανοπλία και την ασπίδα του Αχιλλέα ( που έιχε αφιερωθεί στο ναό της Αθηνάς, στο Ίλιον, 800 χρόνια νωρίτερα), και ότι η φιλία και αγάπη που είχε με τον παιδικό του φίλο Ηφαιστίωνα ήταν αγνή, στα πρότυπα του Ομηρικού έπους που προτιμούσε. Κι εκεί άλλωστε, γίνεται σαφής αναφορά, της σχέσης του Αχιλλέα με τον Μενοιτιάδη, αλλά κατά γενική προτίμηση, αυτή παραβλέπεται.
(Φυσικά, δε θα ονομάζαμε ποτέ τον Ιούλιο Καίσαρα ομοφυλόφιλο, γνωρίζοντας το γνωστό ειδύλλιο με την Κλεοπάτρα, την τελευταία απόγονο των Πτολεμαίων…Επέτυχε με την ένωση αυτή, πέρα από τις πολιτικές του βλέψεις, και την ένωση των οίκων του Αχιλλέα και του Αινεία, ή αν θέλετε, την ένωση του Μ. Αλεξάνδρου και εκείνου, μέσω του Καισαρίωνα; Εκτός βεβαίως της «συνήθειας» των στρατιωτών του να φωνάζουν κατά την είσοδό τους στις κατακτημένες πόλεις, στους πολίτες να προσέχουν τις γυναίκες τους και να τις κλειδώσουν στο σπίτι, αφού κατέφθανε ο «μεγάλος γυναικοκατακτητής», κατά τον Πλούταρχο.)
Ωστόσο ο Όμηρος το αναφέρει καθαρά, στο έργο του 800 π.Χ, αλλά και όλα τα σύγχρονα με την Ιλιάδα έπη, όπως η αρχική Ιλίου Περσίς, καθώς και οι μεταγενέστερες του Στησίχορου και του Ιβύκου, που αναφέρουν και την περιβόητη μονομαχία του Αχιλλέα με τη Πενθεσίλεια. Μία προσεκτική έρευνα θα αποκαλύψει ότι πρακτικά θα ήταν αδύνατο, ο γιος του Πηλέα να έχει αποκτήσει παιδί με τη Βασίλισσα των Αμαζόνων, εγώ προσωπικά, θα θεωρούσα πιο πιθανή την εκδοχή της πατρότητας του Κάυστρου, από τον νεκρό Έκτορα, άλλωστε η περίφημη μάχη μεταξύ των Αχαιών και των Αμαζόνων, έγινε ακριβώς τη μέρα της καύσης του μεγάλου ήρωα των Τρώων και διαδόχου του θρόνου του Ιλίου. Για ποιόν άλλο λόγο να άργησαν τόσο πολύ οι Αμαζόνες να συντρέξουν τον Πρίαμο, και να εμφανιστούν μόλις τον δέκατο χρόνο του πολέμου, και γιατί πολλοί τις τοποθετούν ακόμα πιο αργά (Ρωμαίοι συγγραφείς), μετά το θάνατο π.χ. του Αχιλλέα;
Τόσο αυτό, όσο και η «ανακάλυψη» της πατρότητας του μονογενούς παιδιού της παρθένου (κατά τον Κουίντο Σμυρναίο) Πενθεσίλειας, είναι σίγουρα κατοπινή εφεύρεση, από συγγραφείς που επιθυμούσαν να εξηγήσουν την αψυχολόγητη αντίδραση του Αχιλλέα, μπροστά στην αποκάλυψη της ταυτότητας της νεκρής Αμαζόνας, και στην θανάτωση του Θερσίτη, ενώ στην όπερα «Πενθεσίλεια» του Κλάιστ, ανακαλύπτουμε τον Πηλείδη και ως νεκρόφιλο…Φυσικά, να μην ξεχνάμε, ότι οι συγκεκριμένοι μελετητές θεωρούσαν τον πόλεμο στην Τροία πραγματικό/ιστορικό γεγονός…Η αλήθεια νομίζω απέχει πολύ από αυτήν την προσέγγιση…
Οι Αμαζόνες παρέμειναν κι αυτές παρεξηγημένες. Θεωρούνται ένας «διδακτικός» μύθος (για τη διαστροφή των –λεγόμενων- παραδοσιακών ρόλων ανδρών και γυναικών), αλλά κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει, ούτε την ύπαρξή τους ούτε τη μη ύπαρξή τους. Υπάρχουν μνημεία που αναπαριστούν την Αμαζονομαχία, την εποχή της βασιλείας του Θησέα, καθώς και πολλά κεραμικά (Θεσσαλία) και η περίφημη ασπίδα του Φιλίππου Β΄, που παρουσιάζει μία κάπως παράξενη μονομαχία μεταξύ Αχιλλέα και Πενθεσίλειας, πολύ μακριά από την πολεμικά ορθή απόδοση του Εξηκία. Αλλά είναι γνωστή από τον Πλούταρχο η συνάντηση του Μ. Αλεξάνδρου με τις Αμαζόνες επικεφαλής των οποίων ήταν η Θαλληστρίδα, η «περικαλλεστάτη» (κατά τους βιογράφους του Μ. Αλεξάνδρου) Βασίλισσά τους, με καταγωγή από τον Οίκο των Αρειανιδών, να αποχτήσει ένα παιδί, μαζί του, και η παραμονή της στη σκηνή του Αλεξάνδρου για δεκατρείς ολόκληρες ημέρες.
Το αποτέλεσμα αυτής της ερωτικής συνεύρεσης δεν μας γνωστοποιήθηκε ποτέ (στην Κύπρο η έκφραση «πέρκαλλος» που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, σημαίνει: ωραίος μεν αλλά ανόητος δε). Βεβαίως προτιμούμε ίσως να μην σκεπτόμαστε το ενδεχόμενο της εξαπάτησης από τον ντόπιο σατράπη, που καθώς λέγεται από διάφορους συγγραφείς, ίσως θέλησε να παρουσιάσει στους Έλληνες, (με τη χρησιμοποίηση μεταμφιεσμένων έφιππων γυναικών), τις Αμαζόνες των δημοφιλέστατων Ομηρικών επών, για καθαρά δικούς του σκοπούς, πχ. την εξυπηρέτηση κάποιων συμφερόντων του.
Επίσης είναι γνωστή η σχέση του μύθου με τους τόπους και τα πρόσωπα, μυθικά και υπαρκτά, και ο τρόπος που αυτά ταυτοποιούνται μεταξύ τους. Κατά τον Καλλίμαχο, στον ύμνο του «εις την Άρτεμη», οι Αμαζόνες είναι εκείνες που ευθύνονται για την ίδρυση του ιερού και της πόλης της Εφέσου, ενώ κατά τον Παυσανία, ο γιος του Κόδρου Άνδροκλος ως επικεφαλής των Ιώνων αποίκων, βρήκε εκεί ικανό αριθμό Αμαζόνων που ζούσαν σε δύο ξεχωριστούς οικισμούς. Ακόμα και η υποτιθέμενη συνάντηση του Υστεροβυζαντινού ήρωα Διγενή Ακρίτα με την Αμαζόνα Βασίλισσα Μαξιμώ, συνέβη στις ίδιες περιοχές, της Συρίας και της Λυκίας, και συντηρεί αυτόν τον ίδιο μύθο. Και επιτέλους, μια απλή ματιά σε ένα Γεωγραφικό Άτλαντα, π.χ Εύξεινος Πόντος, Σμύρνη, Έφεσος, ποταμός Ύδασπις (γιος της Σεμιράμιδος, κόρης του Καΰστρου και της Δερκετώς, κατά τη μυθολογία), είναι –πιστεύω- αρκετή.
Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009
Επίλογος
Οι Αμαζόνες γύρισαν αποδεκατισμένες στα Θεμίσκυρα. Τα μισά καράβια μόνο έφτασαν στο λιμάνι της πρωτεύουσας της Αμαζονίας, όπου υποτίθεται θα έφταναν νωρίτερα από το στρατό, για να προετοιμάσουν την άφιξη της διαδόχου. Το πλοίο της Κλήτης χάθηκε κι εκείνο, όταν μια τρομερή κακοκαιρία χτύπησε την αρμάδα και τη διασκόρπισε, μέσα στον Εύξεινο Πόντο, και έξω ακόμα από τη Προποντίδα, στο Αιγαίο, και στη λεκάνη της Μεσογείου. Πολύ αργότερα, ο αγαπημένος της γιος, ο Καύλωνας, την εντόπισε ζωντανή, μαζί με πολλές από τις γυναίκες, σε μία ακτή της Νότιας Ιταλίας. Στον τόπο αυτό, ίδρυσαν μαζί μία πόλη, την Καυλωνία, και εκεί τελείωσε η ζωή της, πολεμώντας να εξασφαλίσει στον γιο της, την αυτονομία της περιοχής, ενάντια στους αυτόχθονες λαούς που διεκδικούσαν την ανακατάληψή της. (Σε αντίστοιχη μάχη, πολλά χρόνια μετά, πάνω στο άνθος της ηλικίας της και παρθένα, σκοτώθηκε η κόρη του Καύλωνα, συνονόματη με τη διάσημη Αμαζόνα γιαγιά της, η Κλήτη Β’).
Ανώνυμες Αμαζόνες (και βεβαίως όχι η Δηριμάχεια, η οποία κατά τον Κόιντο Σμυρναίο, σκοτώθηκε από τον Διομήδη), δυο μέρες μετά τη μάχη στην Τρωάδα, οργάνωσαν στάση, και κατόρθωσαν να αποκόψουν το καράβι από την άγκυρά του, με αποτέλεσμα οι Αιτωλοί να χάσουν το πλοίο τους, και φυσικά τις πολύτιμες αιχμάλωτές τους. Το καράβι, παρασυρμένο από την ίδια θύελλα που χτύπησε και το στόλο των γυναικών, βγήκε στην Κριμαία, στο κέντρο σχεδόν του Σκυθικού Βασιλείου, και για μερικά χρόνια, οι γυναίκες, προσπάθησαν να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμα των Αμαζόνων, τη λατρεία της Αρτέμιδας και το φεγγάρι της κυνηγού, τη σελήνη ή maza, από την οποία προέρχεται (κατά μια έννοια και ετυμολογικά) το όνομά τους. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να αναζητήσουν τρόπους συμβίωσης με γειτονικό Σκυθικό λαό, και κατέληξαν στη λύση των μεικτών γάμων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο, μία σχετική αυτονομία και σεβασμό, και διαιώνιση για μεγάλο διάστημα, των λατρειών και των συνηθειών τους.
[Ο μύθος επιζεί στον Ηρόδοτο και αναφέρεται στις περιπέτειες του Ηρακλή στην Αμαζονία και τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την απαγωγή της Ιππολύτης/Αντιόπης από τον Θησέα. Πρίν από την άφιξή τους μέσω ξηράς στην Αττική, αποπειράθηκαν να προσεγγίσουν την Ελλάδα χρησιμοποιώντας πλοία...Καθώς ήταν άσχετες -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- με τα ναυτικά θέματα, έχασαν το έλεγχο του καραβιού και προσάραξαν κάπου στην Κριμαία...Εκέι αναμείχθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό, με επιμειξίες). Ονομάστηκαν Σαυρομάτες Σκύθες (ή κατά μια επιστημονική έρευνα: Σαρμάτες/Σκύθες). Τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρέθηκαν στις συγκεκριμένες περιοχές, επιβεβαιώνουν -εν μέρει- το μύθο].
Ο Αχιλλέας εξιλεώθηκε για το θάνατο του Θερσίτη, από τον Οδυσσέα, στο νησί της Τενέδου. Γύρισε στην Τρωάδα τη στιγμή που πέθαινε ο Αντίλοχος, χτυπημένος θανάσιμα από τον Αιθίοπα Μέμνονα, όταν στη προσπάθειά του να προστατεύσει τον πατέρα του από τον ισχυρότερο από αυτόν αντίπαλο, έκανε το σώμα του ασπίδα, μεταξύ εκείνου και του Μέμνονα. Ο Πηλείδης σκότωσε τον Μέμνονα στη διάσημη μονομαχία που ακολούθησε (έπος της Αιθιοπίδας), αλλά ελάχιστη ώρα μετά, πέθανε κι εκείνος, τοξεμένος στη φτέρνα από βέλος του Πάρη, οδηγημένο από το χέρι του Απόλλωνα. Ο Μενέσθιος, ο Αλκιμέδωντας, ο Πείσανδρος, ο Εύδωρος, σχεδόν όλη η έμπιστη φρουρά του δηλαδή, καθώς και πλήθος άλλων Ελλήνων αρχηγών και πολεμιστών, όπως και αμέτρητοι Τρώες, σκοτώθηκαν πάνω στη μάχη για τη διεκδίκηση του σώματός του. Δεκαεφτά μέρες τον έκλαιγαν και την δέκατη όγδοη τον έκαψαν, και οργανώθηκαν άθλα στη μνήμη του.
Ο Αίας αυτοκτόνησε, με το σπαθί που του είχε δωρίσει ο Έκτορας, προσβλημένος από την παραχώρηση στον Οδυσσέα, των αρμάτων του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος, ίσα που πρόλαβε να μην ατιμασθεί το σώμα του αδελφού του, και φρόντισε για την λιτή ταφή του, στο ακρωτήρι του Ροιτείου, κοντά στις δρακοσπηλιές ή κατά έναν μύθο, μέσα σ’ αυτές. Ο πατέρας του τον αποκλήρωσε και τον έδιωξε, όταν έφτασε στη Σαλαμίνα, κάνοντας τον Ευρυσάκη, το γιο του Αίαντα και της Τέκμησσας, κληρονόμο του θρόνου του. Αποδιωγμένος, έφτασε μετά από πολλές περιπέτειες στην Κύπρο, και εκεί ίδρυσε τη Σαλαμίνα της Κύπρου, και ο Βασιλιάς Κινύρας τον πάντρεψε με μία από τις κόρες του και του παραχώρησε ένα μέρος του Βασιλείου του.
Η Βρισηίδα είναι άγνωστο τι απέγινε. Οι μύθοι τη θέλουν να απέδωσε τις ταφικές χοές πάνω από τον τύμβο του, όπου τα κόκκαλά του θάφτηκαν μαζί με τα οστά του Πατρόκλου, μαζί στη χρυσή λάρνακα της Θέτιδας, αλλά μετά τα ίχνη της χάνονται.
Ο Φοίνικας μαζί με τον Οδυσσέα, πήγαν στη Σκύρο και έφεραν από εκεί τον Νεοπτόλεμο, στον οποίο ο Λαερτιάδης παρέδωσε τα όπλα του πατέρα του. Τα ίδια όπλα αυτά, μετά την πτώση του Ιλίου, ο γιος του Αχιλλέα, αφιέρωσε στο ναό της Αθηνάς (και αργότερα τα αφαίρεσε από 'κει ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος). Στην επιστροφή προς τη Τρωάδα, ή κατόπιν συνεννοήσεως με τους Ατρείδες και με τη συμμετοχή του Οδυσσέα και του Διομήδη (κατά τον Ευριπίδη) σταμάτησαν στην Ίμβρο, και πήραν τον εγκαταλειμμένο Φιλοκτήτη μαζί τους. Ο Πύρρος, τέθηκε επικεφαλής των Μυρμιδόνων, και ο Φιλοκτήτης γιατρεύτηκε από το τραύμα του, και αργότερα σκότωσε τον Πάρη, με τα δηλητηριασμένα βέλη και το τόξο του Ηρακλή που βρίσκονταν στην ιδιοκτησία του.
Η Ελένη μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, δόθηκε ως σύζυγος στον Δηίφοβο, ενώ ο Έλενος, δυσαρεστημένος από την επιλογή του πατέρα του, εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στο βουνό, όπου αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τον Οδυσσέα. Παραδόθηκε για φύλαξη (ως όμηρος) στον Νεοπτόλεμο, που τον φιλοξένησε στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων με τιμή και σεβασμό, και αργότερα αναπτύχθηκε φιλία ανάμεσά τους, σε σημείο να διακυβερνούν από κοινού, στον λαό των Μολοσσών, στην Ήπειρο (Αινειάδα Βιργιλίου).
Το Ίλιον έπεσε, αφού ο Οδυσσέας συνέλαβε το σχέδιο του Δούρειου Ίππου και ο Επειός τον κατασκεύασε, και η σφαγή και η άλωση συντελέστηκε μία βραδιά του Φθινοπώρου, πιθανότατα (κατά τους διάφόρους μελετητές που αποδέχονται τον Τρωικό πόλεμο ως ιστορικό γεγονός) την 5η Οκτωβρίου του 1185 π.Χ. Ο Μενέλαος, μπήκε από τους πρώτους στην Πέργαμο και όπως είχε σκοπό, εισέβαλε στο σπίτι που ζούσε η Ελένη μαζί με το νέο της σύζυγο, και έξαλλος από οργή, τον κομμάτιασε. Βλέποντάς όμως τη γυναίκα του μετά από τόσα χρόνια, και ενθυμούμενος τις αναφορές του Οδυσσέα, τη συγχώρεσε αυτομάτως για όλα, και την έφερε στη σκηνή του.
Η Κασσάνδρα, αφού φώναξε και ικέτεψε τον πατέρα και τα αδέλφια της να μην πάρουν το Ξύλινο άλογο μέσα στα τείχη, φυλακίστηκε μέσα στο παλάτι ώστε να μην καταστρέψει την γιορτή που στήθηκε στην πόλη με τις κραυγές της και τις μαντείες της, και την κρίσιμή στιγμή της άλωσης, κατέφυγε ως ικέτιδα, στο ιερό της Αθηνάς της Περγάμου. Ο Αίας του Οϊλέως, καταπάτησε τον ιερό χώρο και τη βίασε μπροστά στο άγαλμα της Θεάς, το οποίο μάλιστα γκρέμισε από το βάθρο του. Οι Έλληνες θέλησαν να τον σκοτώσουν για την ασέβειά του, προς την Αθηνά και την ιέρειά της, αλλά εκείνος ζήτησε καταφύγιο στον ίδιο αυτό ναό που είχε μολύνει, και οι Αχαιοί δε θέλησαν να τον μιάνουν περισσότερο. Στη συνάντηση όπου οι αρχηγοί του στρατού κλήθηκαν να συζητήσουν τα της μοιρασιάς των αιχμαλώτων και το θέμα της επιστροφής, ο Αγαμέμνονας απαίτησε και πέτυχε να του παραδοθεί η κόρη του Πριάμου για ερωμένη του, ανάμεσα στα άλλα λάφυρα, που όπως λένε οι τραγικοί ποιητές, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Καθώς σχεδόν όλοι οι αρχηγοί προσήλθαν οινοβαρείς σε αυτήν τη συνέλευση, η παρεξήγηση δεν άργησε να γίνει, οι Ατρείδες λογόφεραν και ο στρατός μοιράστηκε στα δύο και έφυγαν διαφορετικές ημερομηνίες. Ο Μενέλαος έφυγε αμέσως, ενώ ο αδελφός του προτίμησε να παραμείνει μερικές μέρες ακόμη στην Τρωάδα, ώστε να επιβλέψει την άλωση και να συγκεντρώσει τα λάφυρα που ήθελε. Και βεβαίως τους Ατρείδες καθώς και όσους θέλησαν να τους ακολουθήσουν, τους περίμεναν διαφορετικές τύχες (Νόστοι).
Όμως η Θεά Αθηνά πήρε σύντομα την εκδίκησή της από τον Αίαντα τον Οϊλεϊδη και την ασέβειά του, όταν καθώς ναυάγησαν τα πλοία του στον Καφηρέα κατά το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, ο Ποσειδώνας, θυμωμένος με την αλαζονεία του και τους περιφρονητικούς λόγους του προς την Θεϊκή ανιψιά του με την οποία ήταν σύμμαχοι και συμπαραστάτες των Ελλήνων, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου, χτύπησε τη Γυρόπετρα με την τρίαινά του, όπου εκείνος είχε καταφύγει, και τον έστειλε στον πάτο της θάλασσας. Ο Αγαμέμνονας έφτασε στις Μυκήνες, αλλά εκεί, και εκείνος και η ακολουθία του, αλλά και η δύστυχη Κασσάνδρα, δολοφονήθηκαν από τον Αίγισθο και τη Κλυταιμνήστρα. Τα σώματά τους ρίχτηκαν γυμνά σε μια χαράδρα, χωρίς τάφο και νεκρικές φροντίδες, και κρυφά και πρόχειρα, τους έθαψαν οι χωρικοί. Εφτά χρόνια μετά, ο Ορέστης επέστρεψε από την Αθήνα και σκότωσε μητέρα και εραστή, την ίδια ακριβώς ημέρα που έφτανε επιτέλους ο Μενέλαος στην Ελλάδα, μαζί με την Ελένη και με πέντε μόλις από τα πενήντα καράβια του, αλλά βαθύπλουτος, πίσω στην πατρίδα του.
Ο Οδυσσέας, θαλασσοδερνόταν για δέκα χρόνια στα πέλαγα και στις απομακρυσμένες στεριές, μέχρι να φτάσει στο Θιάκι, την Ιθάκη του, όπου ζούσαν πικρή ζωή, η γυναίκα του η Πηνελόπη και ο γιος του ο Τηλέμαχος. Ήταν ίσως η τιμωρία του για τις απιστίες του στην Τρωάδα, για τις ατιμίες του με τον Παλαμήδη, τον Φιλοκτήτη και τον Αίαντα; Μα ακόμα και μετά από την επιστροφή του στην πατρίδα, ο “Μισητός των Θεών” αναγκάστηκε να εκπατριστεί και να αναζητήσει αλλού καταφύγιο, αφού σκότωσε, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου και δυο βοσκών του, τους 109 μνηστήρες…